- Ωρίων
- I
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου.II(Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150 ορατούς αστέρες και διακρίνεται από τη λοξά ευθύγραμμη θέση τριών αστέρων του, που ονομάζονται τρεις Μάγοι ή Τελαμών του Ω., ενώ η μορφή του μυθικού ήρωα αποδίδεται σε εννέα αστέρες. Οι φωτεινότεροι αστέρες του Ω. είναι: Ρίγγελ ή α Ω, μεγέθους 1, διπλός αστέρας, από τους οποίους ο μεγαλύτερος έχει κίτρινη απόχρωση· Μπετελγκέζ, μεγέθους 1,3, με κόκκινη απόχρωση· Μπελλάτριξ, μεγέθους 1,7. Στον αστερισμό βρίσκεται και ένας εξαπλός αστέρας που αποτελεί ενδιαφέρον παράδειγμα ενός συστήματος έξι αστέρων συνδεδεμένων μεταξύ τους με μία φυσική σχέση.Ο αστερισμός του Ω. περιβάλλεται από ένα μεγάλο νεφέλωμα, που ανακαλύφθηκε το 1655. Eίναι το μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον του ουράνιου θόλου, ορατό διά γυμνού οφθαλμού, διαμέτρου περ. 10.000 ετών φωτός (το πιο εκτεταμένο του ηλιακού μας συστήματος), εν μέρει φωτεινό και διακλαδιζόμενο, εν μέρει σκοτεινό, με μορφή κεφαλιού αλόγου.III
O αστερισμός του Ωρίωνα, κοντά στον ουράνιο Ισημερινό, σε φωτογραφία παρμένη από το αστεροσκοπείο του όρους Ουίλσον με έκθεση δέκα ωρών.
Μυθικός κυνηγός και γίγαντας της αρχαιότητας. Γιος του Ποσειδώνα και της Ευρυάλης ή γεννημένος από τη Γη, όπως όλοι οι γίγαντες· κατά την επικρατέστερη παραλλαγή σκοτώθηκε από την Αρτέμιδα, την οποία αποπειράθηκε να βιάσει. Ο Ασκληπιός θέλησε, με τη δύναμη που είχε, να τον ζωντανέψει, αλλά ο Δίας κεραύνωσε τον Ασκληπιό. Μετά τον θάνατό του ο Ω. μεταμορφώθηκε στον ομώνυμο αστερισμό. Oι αρχαίοι πίστευαν ότι τον αναγνώριζαν, με το τεράστιο ανάστημά του, με τελαμώνα, ξίφος, δέρμα λιονταριού και ρόπαλο.* * *ο / Ὠρίων, -ωνος, ΝΜΑ, και Ωρίωνας Ν, και Ὠαρίων Α1. μυθ. ένας από τους Γίγαντες, γιος τού Υριέως ή τού Ποσειδώνος και τής Ευρυάλης, περίφημος κυνηγός, ο οποίος συνόδευε την Αρτέμιδα2. αστρον. ονομασία ενός από τους λαμπρότερους αστερισμούς, που βρίσκεται στον ουράνιο ισημερινό και τού οποίου η επιτολή αρχίζει αμέσως μετά το θερινό ηλιοστάσιο και η δύση συνοδεύεται, συνήθως, από θύελλεςαρχ.ως προσηγ. είδος ινδικού πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, μη επιβεβαιωμένη, < ὤρα «φροντίδα, μέριμνα»].
Dictionary of Greek. 2013.